- χρονοτρόπος
- -ο, Ν(φυσιολ.-φαρμ.) χαρακτηρισμός λειτουργίας ή φαρμάκου που επηρεάζει την συχνότητα ενός βιολογικού φαινομένου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronotropic < χρόνος + τρόπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε … Dictionary of Greek